Πηγή ένα
Ξύπνησε με πυρετό. Όταν πρωτάνοιξε τα μάτια της είδε το ταβάνι να φωτίζεται αμυδρά από το πρωινό φως που χωνόταν στις γρίλιες της μπαλκονόπορτας. Προσπάθησε να καταλάβει που βρίσκεται. Εγλυκάδα, Kreuzberg, Hell’s kitchen, Πεύκη, Νέα Ιωνία, Πεδίο του Άρεως. Τι μέρα είναι; Τετάρτη, Πέμπτη ή Κυριακή; Και ποια χρονιά;
Ακούμπησε το μέτωπό της που ζεμάταγε. Εκείνο ήταν άχρονο. Φόρεσε ένα λευκό ξεφτισμένο πουλόβερ, πήγε στο μπάνιο, κατούρησε και ένιωσε τα ούρα της να καίνε. Σηκώθηκε και μ’ ένα περίεργο αίσθημα παντοδυναμίας, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και έπλυνε τα δόντια της. Άκουσε το κουδούνι.
Δεν περίμενε κανέναν. Κοίταξε από το μάτι της πόρτας. Ένας άντρας και μια γυναίκα. Καλοβαλμένοι γύρω στα 40. Τους άνοιξε.
-Παρακαλώ;
-Καλημέρα είπε η γυναίκα. Ξανθιά με μικρά καστανά μάτια και μια μυρωδιά 80s.
-Καλημέρα απάντησε εκείνη και ένιωθε τον πυρετό της ν’ ανεβαίνει.
-Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το κρεβάτι σου;
Σάστισε. Δεν πρόλαβε να απαντήσει. Ο άντρας, ένας ψηλός ξερακιανός με μουστάκι, έσπρωξε λίγο την πόρτα και αυτόματα είπε «δεν θ αργήσουμε». Μπήκαν μέσα στο σπίτι και κατευθύνθηκαν προς την κρεβατοκάμαρα.
Έκατσαν αμέσως στο κρεβάτι, ο άντρας έβαλε το χέρι του πάνω από το στήθος της γυναίκας και άρχισε να την φιλάει παθιασμένα. Εκείνη ανταποκρίθηκε αμέσως, του έβγαλε το πουκάμισο κι αυτός ανταπέδωσε ανοίγοντας το φερμουάρ του στενού ταγέρ της.
-Μα τι κάνετε; τους φώναξε.
-Καλύτερα να μην κοιτάς κοριτσάκι μου, της είπε η γυναίκα μέσα σε αναφιλητά ηδονής.
Έτρεξε γρήγορα προς το σαλόνι. Πήρε το τηλέφωνο και κάλεσε την αστυνομία. Όσο καλούσε άκουγε από μέσα το κρεβάτι να τρίζει. Στην αρχή σποραδικά, κι έπειτα ρυθμικά. Ένα αέναο ρυθμικό τρίξιμο ανάμεικτο με υπόκωφους αναστεναγμούς ηδονής. Κρατώντας το ακουστικό στο χέρι έφτασε μέχρι το χολ και κοίταξε δειλά μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Η γυναίκα ήταν στα τέσσερα κι εκείνος λικνιζόταν πίσω της.
-Κλείστε την πόρτα τουλάχιστον! είπε ουρλιάζοντας και ξαναπήγε στο σαλόνι.
-What’s your fucking emergency? ακούστηκε απ’ την άλλη γραμμή.
Για λίγο απόρησε που στη μπατσογραμμή της μιλούσαν αγγλικά. Απάντησε ψιθυρίζοντας
-Είναι κάποιοι στο σπίτι μου, ελάτε γρήγορα…
-Που είναι το σπίτι σου;
Παραξενέυτηκε. Το είδωλό της καθρεπτίστηκε για λίγο στη μπαλκονόπορτα. Πήγε να απαντήσει κάτι που δεν ήξερε αν θα ναι σωστό. Κοίταξε ξανά την εικόνα της διαθλασμένη στο τζάμι, όταν τους είδε να βγαίνουν αλαφιασμένοι απ’ την κρεβατοκάμαρα. Έκλεισε το ακουστικό και τους φώναξε:
-Φύγετε, πήρα την αστυνομία.
-Δε χρειαζόταν, όλα καλά, απάντησε ήρεμα ο άντρας.
Κατευθύνθηκαν προς την εξώπορτα.
-Έχεις φάει πρωινό; της είπε η γυναίκα. Στύψε μια πορτοκαλάδα να δυναμώσεις λίγο. Έπειτα τη φίλησε στοργικά στο μάγουλο και έκλεισε την πόρτα πίσω της, φεύγοντας μαζί με τον άντρα.
Έμεινε για λίγο ακίνητη σαν να ονειρευόταν αλλά το ένιωθε ότι ήταν ξύπνια. Ασυναίσθητα διπλοκλείδωσε την πόρτα και ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο. Άκουσε πάλι το κρεβάτι να τρίζει. Έτρεξε τρομαγμένη στην κρεβατοκάμαρά της. Δεν ήταν κανένας ευτυχώς. Μάλλον παράκουσε.
Πηγή δύο
Ήταν ακόμα πρωί; Ή βράδιαζε; Το κουδούνι χτύπησε ξανά. Εκείνο ήταν άχρονο. Κοίταξε από το μάτι της πόρτας και είδε ένα αστυνομικό. Άνοιξε αμέσως.
Ίσως να ήταν τη στιγμή που άνοιγε ή λίγα δευτερόλεπτα μετά, όταν ο αστυνομικός της είπε «στρώσε ξανά το κρεβάτι, ότι έγινε έγινε, μη δίνεις σημασία» όταν θυμήθηκε ότι δεν είχε προλάβει να πει τη διεύθυνσή της στο τηλέφωνο πιο πριν.
-Ήρθαν κάποιοι στο σπίτι μου του είπε, μπορεί να με έκλεψαν κιόλας, δεν είμαι σίγουρη…
-Δεν πρέπει να το πεις πουθενά, τη διέκοψε. Ότι γίνεται σ’ αυτό το σπίτι μένει σ’ αυτό το σπίτι.
-Τι λέτε; Γιατί;
-Θα στρώσω εγώ το κρεβάτι γρήγορα κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αν σε ρωτήσει κανείς θα πεις ότι ήταν πλασιέ ή κάτι τέτοιο και δεν τους άνοιξες; Εντάξει;
Μπήκε γρήγορα στην κρεβατοκάμαρα, έστρωσε το κρεβάτι και βγήκε αμέσως. Την βρήκε να κοιτάει ζαλισμένη το είδωλό της πάλι στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Προσπαθούσε να διακρίνει την εικόνα της. Είχε βάλει τον αντίχειρά της στο στόμα της και τον δάγκωνε. Εκείνος συνέχισε να μιλάει:
-Η αστυνομία σε βοηθάει να δεις το καλό σου. Δεν ήρθε και καμιά καταστροφή, μη φοβάσαι. Αλλά και να ερχόταν, εσύ θα κλειδώνεις την πόρτα και θα την κρατάς εδώ μέσα. Κλειδώνεις την πόρτα και το ελέγχεις. Εδώ μέσα οι καταστροφές περνάνε πιο εύκολα. Το τζάμι είναι βρώμικο, θες να το καθαρίσω;
Το είχε παρατηρήσει κι αυτή, ήταν βρώμικο. Γι’ αυτό δεν φαινόταν καθαρά ο αντικατοπτρισμός της. Συνέχισε να δαγκώνει τον αντίχειρά της νευρικά.
-Ναι ευχαριστώ, ψιθύρισε εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια να καταλάβει τι συμβαίνει.
Κάθισε στον καναπέ ενώ ο αστυνομικός καθάριζε το τζάμι. Βράδιασε ή είναι ακόμα πρωί; Το δάκτυλό της μάτωσε. Το τζάμι μάλλον καθάρισε. Τι ώρα ήταν; Εκείνο ήταν άχρονο. Ένα κρεβάτι τρίζει. Στύψε μια πορτοκαλάδα να δυναμώσεις. Ότι γίνεται σ’ αυτό το σπίτι μένει σ’ αυτό το σπίτι. Ψηνόταν ακόμα στον πυρετό. Κλειδώνεις την πόρτα και το ελέγχεις.
-Κλείδωσε την πόρτα. Φεύγω, θα τα πούμε σύντομα πάλι, είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση, έφυγε.
Πήρε ήρεμα μια χαρτοπετσέτα και τύλιξε πρόχειρα το ματωμένο της αντίχειρα. Κλείδωσε την πόρτα δύο φορές κι αποφάσισε να μην ανοίξει σε κανέναν άλλον εκείνη τη μέρα. Κάθισε για λίγο στην κουζίνα. Ο πυρετός επέμενε. Αλλά ένιωθε λίγο πιο ήρεμη. Μάλλον βράδιασε. Νωρίς βράδιασε. Μάλλον είναι χειμώνας και μάλλον Κυριακή αλλιώς θα είχε πάει στη δουλειά. Εκείνο ήταν άχρονο.

Πηγή τρία
Σκέφτηκε να στύψει τελικά την πορτοκαλάδα κι έβγαλε μερικά πορτοκάλια από το ψυγείο.
Μια οικεία αντρική φωνή ακούστηκε πίσω της:
-Θα τη στύψω εγώ αγάπη μου.
Tο πρωί ξύπνησε με πυρετό και κατούρησε μ ένα παράξενο αίσθημα παντοδυναμίας. Το κρεβάτι έτριζε ρυθμικά αλλά δεν ακούστηκε έξω από το σπίτι. Εδώ μέσα οι καταστροφές περνάνε πιο εύκολα. Το τζάμι είναι βρώμικο και δεν μπορεί να δει την εικόνα της. Νιώθει ανακούφιση.
-Θα τη στύψω εγώ αγάπη μου, επανέλαβε, κάθισε ξεκουράσου.
Γύρισε και τον είδε, απλά και μόνο για να επιβεβαιώσει την ανακούφισή της.
-Μπαμπά;
-Φαίνεσαι ζεστή, είσαι καλά;
Τον αγκάλιασε δακρυσμένη.
-Μπαμπά, δεν μπορώ! Δεν είμαι καλά. Ευτυχώς που ήρθες, μείνε μαζί μου δεν είμαι καλά. Μη φύγεις, σε παρακαλώ!
-Όχι αγάπη μου, δεν φεύγω.
Την ξάπλωσε στο καναπέ και την σκέπασε με μία κουβέρτα. Της έδωσε την πορτοκαλάδα και τις έβαλε κρύες κομπρέσες στο μέτωπο. Ξάπλωσε δίπλα της. Εκείνη γύρισε, πλησίασε τα χείλη της στα δικά του και του είπε τρέμοντας απ’ τον πυρετό:
-Που ήσουν τόση ώρα; Εσύ φταις! Κοίταξε τα χείλη του κι αισθάνθηκε για λίγο ένα περίεργο φόβο. Σαν τύψη. Εκείνο ήταν άχρονο.
-Σώπα μου, όλα είναι εντάξει της αντέτεινε ήρεμα και την αγκάλιασε στοργικά. Έπειτα σηκώθηκε και της έφτιαξε μια ζεστή σούπα με κρέας. Άλλαξε τις κομπρέσες της και κάθισε δίπλα της υπομονετικά. Της έδωσε ένα αντιπυρετικό. Άρχισε να νιώθει καλύτερα.
Η λίμνη
Ανακάθισε για λίγο στον καναπέ, όσο εκείνος μάζευε το πιάτο της. Κοίταξε πίσω του το καθαρό τζάμι της μπαλκονόπορτας που μισοέκρυβε η μορφή του. Τον ρώτησε:
-Πώς μπήκες; Αφού δεν έχεις κλειδιά.
Την κοίταξε για λίγο απορημένος.
Τι μέρα είναι; Τετάρτη, Πέμπτη ή Κυριακή; Και ποια χρονιά; Μάλλον είναι χειμώνας και μάλλον Κυριακή, αλλιώς θα είχε πάει στη δουλειά. Ένα αέναο ρυθμικό τρίξιμο κρεβατιού ανάμεικτο με υπόκωφους αναστεναγμούς ηδονής. Το ελέγχεις. Αν σε ρωτήσει κανείς θα πεις ότι ήταν πλασιέ. Η αστυνομία θέλει το καλό σου. Θα τη στύψω εγώ αγάπη μου, κάθισε ξεκουράσου. Εκείνο είναι άχρονο. Μάλλον είναι Κυριακή, αλλιώς θα είχε πάει στη δουλειά. Ένα αλλόκοτο αίσθημα παντοδυναμίας. Ο αντίχειρας στο στόμα. Η καταστροφή περνάει. Τα χείλη του πατέρα. Η μορφή του μισοέκρυβε το τζάμι της μπαλκονόπορτας. Μάλλον είναι Κυριακή, αλλιώς θα είχε πάει στη δουλειά ή στο σχολείο ή στον παιδικό σταθμό.
-Πώς μπήκες; Τον ξαναρώτησε. Αφού δεν έχεις κλειδιά.
-Τι εννοείς αγάπη μου; Δεν μπήκα. Εδώ ήμουν, στο δωμάτιό μου… της είπε και μάζεψε το πιάτο φεύγοντας για την κουζίνα.
Σήκωσε ανεπαίσθητα το κεφάλι της και είδε επιτέλους τη μορφή της στο τζάμι. Πιο καθαρά από ποτέ. Ένα μικρό κοριτσάκι. Ο κατοπτρισμός ενός μικρού κοριτσιού. Ενός μωρού. Η ενότητα της μορφής της ήταν εντυπωσιακή. Ολοκληρωμένη. Δεν σκέφτηκε τίποτα, παρά μονάχα έμεινε να συνειδητοποιεί γαλήνια την ολότητα απέναντί της. Απαλλαγμένη απ’ όλο αυτό που της είχε συμβεί σήμερα. Εκείνο ήταν άχρονο.
Ο πατέρας της ξανακάθισε δίπλα της, την τύλιξε με την κουβέρτα, την ακούμπησε τρυφερά στην αγκαλιά του και της είπε σιγανά:
-Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά.
