Το φως της δυαδικότητας

Παδί Τραύμα Πιάνο

Ξύπνησε παραμιλώντας: «Δε μ’ αγαπάς». Κοίταξε δίπλα του ένα άδειο μαξιλάρι. Πώς να του απαντήσει ένα άδειο μαξιλάρι;

Τον λένε Χ. Είναι 4 χρονών. Είναι λυπημένος. Ο κόσμος ήταν πάντα δύο πράγματα. Άδεια μαξιλάρια και γεμάτα μαξιλάρια. Όποιος δεν το βλέπει είναι απλά ηλίθιος. Όπως και εσύ σκέφτηκε. Που άνοιξες τώρα τα ηλεκτρικά παντζούρια και είδες ένα άδειο μαξιλάρι. Ο κόσμος το βράδυ γεμίζει και αδειάζει τα μαξιλάρια του. Θυμήθηκε πως του αρέσει να σπρώχνει το μαξιλάρι του προς το κεφαλάρι του κρεβατιού και να κοιμάται με το κεφάλι κατευθείαν στο στρώμα. Σα να ήταν πάντα στην πλευρά του κόσμου που δε θέλει να γεμίσει το μαξιλάρι του. Παραμίλησε ξανά: «Δε μ’ αγαπάς». Στρίμωξε το άδειο μαξιλάρι στο εσωτερικό των αγκώνων του και το έσπρωξε με όση δύναμη είχε προς το πρόσωπό του.

Τον λένε Χ. Είναι 92 χρονών. Είναι βιαστικός. Έφτιαξε γρήγορα μια βαλίτσα. Για ένα λεπτό σκέφτηκε να μην πάρει το κινητό. Γίνεται; Το σκέπασε με το άδειο μαξιλάρι. Κι έκανε να φύγει. Ο κόσμος ήταν πάντα δύο πράγματα: αυτοί που φτιάχνουν βαλίτσα παίρνοντας πρώτα το κινητό τους κι αυτοί που φτιάχνουν βαλίτσα παίρνοντας τελευταίοι το κινητό τους. Οι πρώτοι μισούν του δεύτερους θανάσιμα. Κι οι δεύτεροι ποτέ δεν κατάλαβαν γιατί τους μισούν οι πρώτοι. Μια παράξενη ανισορροπία που κινεί τη ζωή. Ποιος θα το φανταζόταν; Ότι η σειρά που παίρνει κάποιος το κινητό του φτιάχνοντας τη βαλίτσα, είναι κάτι σαν το big bang: Κινεί την ίδια τη ζωή. Ο κόσμος ήταν πάντα δύο πράγματα. Όποιος δεν το βλέπει είναι απλά ηλίθιος. Όπως και εσύ σκέφτηκε. Σκέπασε το κινητό με το άδειο μαξιλάρι. Κι έκανε να φύγει. Γύρισε και το πήρε τελευταία στιγμή.

Τον λένε Χ. Είναι 53 χρονών. Οδηγεί νότια. Είναι αγχωμένος. Ώσπου να βρει θάλασσα. Στο αντίθετο ρεύμα κάποιοι οδηγούν βόρεια. Ώσπου να βρουν την πόλη. Σκέφτεται από πού ξεκίνησε αυτό το τεράστιο παζάρι: Κάποιοι να θέλουν αυτό. Κάποιοι να θέλουν το άλλο. Και να παζαρεύουν για το ενδιάμεσο. Κάποιοι να οδηγούν νότια. Κάποιοι να οδηγούν βόρεια. Και να τρακάρουν στο ενδιάμεσο. Τι έκανε τις ανθρώπινες σχέσεις συγκρουσιακές εξ’ αρχής; «Η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι η αγάπη σου για τη ζωή έχει διαμεσολαβηθεί από το ανθρώπινο είδος είναι συντριπτική» του είπε κάποτε ένας φίλος. Τι κάνει τους ανθρώπους να συγκρούονται και να ψάχνουν τη θάλασσα και την πόλη; Τι τον έκανε και εκείνον να παίρνει από το άδειο μαξιλάρι το κινητό του τελευταία στιγμή και να οδηγεί νότια; Πώς γεννήθηκε η πρώτη γαμημένη σύγκρουση; Τον λένε Χ. Είναι 53 χρονών. Οδηγεί νότια. Είναι αγχωμένος. Ώσπου να βρει θάλασσα. Βρήκε. Αλλά το άγχος παραμένει. Σαν τη σύγκρουση. Μπαίνει γρήγορα στο δωμάτιο του. Ανοίγει το νεσεσέρ. Κόβει μισό χάπι. Κοιτάει τον καθρέπτη. «Δε μ’ αγαπάς» Κοίταξε δίπλα του, στο φρεσκοστρωμένο κρεβάτι του ξενοδοχείου, ένα άδειο μαξιλάρι. Πώς να του απαντήσει ένα άδειο μαξιλάρι;

Τον λένε Χ. Είναι 16 χρονών. Είναι κουρασμένος. Κατέβηκε στην παραλία. Πήρε ένα βιβλίο και προσπάθησε να το διαβάσει. Ξάφνου έκατσαν στην παραπέρα ξαπλώστρα ένα αντρόγυνο και τα παιδιά τους. Φώναζαν. Ο άντρας κυνήγαγε τα παιδιά να μην μπουν βαθιά και πνιγούν. Κι η γυναίκα στεκόταν ακούνητη στην ξαπλώστρα φορώντας συνεχώς τα ρούχα της. Μάλλον είχε περίοδο. Τι είναι η εγγύτητα; Αγαπούσε τα παιδιά της; Γιατί δεν βοήθαγε κι αυτή; Δεν ένιωθε κοντά τους; Τι είναι η εγγύτητα; Δεν ένιωθε κοντά τους; Τον λένε Χ. Είναι 16 χρονών. Γιατί την κρίνει; Ξάφνου, στις μπροστινές ξαπλώστρες κάθονται μια ψηλή καστανή νέα κοπέλα με μαυρισμένο σώμα κι ένας άσχημος μεσήλικας. Είναι 2 Ιουνίου, πότε πρόλαβε να μαυρίσει; Αυτή μιλάει σπαστά αγγλικά κι αυτός παραγγέλνει μπύρες με τον αέρα του πλουσίου. Συνοδός πολυτελείας. Την κοιτάει με πόθο αλλά αυτή προσπαθεί να τον αγγίζει όσο λιγότερο μπορεί. Αυτή βάζει μόνη της λάδι μαυρίσματος για να αποφύγει να της βάλει αυτός. Αυτός προσπαθεί να την βοηθήσει. Τι είναι η εγγύτητα; Γιατί προσπαθεί να την αγγίξει; Γιατί δεν θέλει να τον αγγίζει; Τι είναι η εγγύτητα; Τον λένε Χ. Είναι 16 χρονών. Γιατί τους κρίνει; Σηκώνει το βιβλίο και ξεκινάει να διαβάσει, για να το αφήσει το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο και να αποκοιμηθεί. Επιτέλους. Νομίζει πως το τελευταίο πράγμα που είδε πριν κλείσουν τα βλέφαρά του, ήταν η γυναίκα με την περίοδο να κοιτάζεται με το μαυρισμένο escort και να νιώθουν εγγύτητα.

Τον λένε Χ. Είναι 60 χρονών. Νιώθει ζαλισμένος. Ανεβαίνει στο δωμάτιο. Βρίσκεται εκεί για να καταλάβει το σωστό. Τι είναι το σωστό; Ο κόσμος ήταν πάντα δύο πράγματα. Αυτοί που ξέρουν το σωστό, κι αυτοί που δεν τους νοιάζει να το ξέρουν. Τι είναι το σωστό; Για το καράβι το σωστό είναι να πλέει. Για έναν δολοφόνο να σκοτώνει. Για ένα θύμα να πεθαίνει. Τον λένε Χ. Είναι 60 χρονών και το σωστό γι’ αυτόν είναι να ανέβει στο δωμάτιό του και να καταλάβει το σωστό. «Δεν μ’ αγαπάς»

Τον λένε Χ. Είναι 74 χρονών. Είναι μπερδεμένος. Κατεβαίνει να περπατήσει στην παραλιακή οδό. Είναι αρκετά αργά. Φέρνει την εικόνα της μπροστά του. Δε μοιάζει με τίποτα που να είχε ξαναδεί. Γύρω του περπατούν φρεσκοκουρεμένα αγόρια με περιποιημένο μούσι, τατουάζ και λευκά πουκάμισα. Ίσως και γκρίζα. Πιο πέρα φρεσκοχτενισμένα κορίτσια με έντονο make up, ψηλοτάκουνα και κοντά σορτσάκια. Τα αγόρια κοιτάνε διαρκώς τα κορίτσια και τα φλερτάρουν. Ο κόσμος ήταν πάντα δύο πράγματα. Αυτοί που θέλουν να γαμήσουν κι αυτοί που δε θέλουν να γαμήσουν. Περπατάει μπερδεμένος στο ατέλειωτο παραλιακό νυφοπάζαρο, ανάμεσα σε τατουάζ, περιποιημένα μούσια, σορτσάκια και την μυρωδιά μιας πατσουλί καύλας στον αέρα. Ο κόσμος ήταν πάντα δύο πράγματα. Ένα μούσι απόψε θα την πέσει σ ένα ψηλοτάκουνο, είναι και οι δύο απ’ αυτούς που θέλουν να γαμήσουν, θα το κάνουν και μετά θα κάνουν σχέση και θα κάνουν παιδιά και θα κάνουν πόλεμο για να βγάλουν λεφτά και να μπορούν να ξαναγαμήσουν. Έτσι κυλάει το πράγμα. Πάντα δύο πράγματα. Τον λένε Χ. Είναι 74 χρονών. Φέρνει την εικόνα της μπροστά του. Δε μοιάζει με τίποτα που να είχε ξαναδεί.

Τον λένε Χ. Είναι 36 χρονών. Είναι φοβισμένος. Επέστρεψε γρήγορα στο δωμάτιό του. Φέρνει την εικόνα του μπροστά της. Δε μοιάζει με τίποτα: ούτε με αυτούς που παίρνουν πρώτα το κινητό όταν φτιάχνουν βαλίτσα, ούτε με αυτούς που αδειάζουν τα μαξιλάρια, ούτε με αυτούς που ψάχνουν το σωστό. Τον λένε Χ. Είναι 36 χρονών. Κοιτάζει φοβισμένος τον καθρέπτη. Δε μ’ αγαπάς. Ο κόσμος ήταν πάντα δύο πράγματα. Κοιτάζει τον καθρέπτη. Δε μ αγαπάς. Προσπαθεί να καταλάβει αν κοιμάται. Ανοίγει το νεσεσέρ. Κοιτάζει τον καθρέπτη. Πως γεννήθηκε η πρώτη γαμημένη σύγκρουση; Σπάει το χάπι στα 2. Δύο πράγματα. Είναι το σωστό. Κοιτάει το κινητό. Ψάχνει την εγγύτητα. Κοιτάει τον καθρέπτη. Δε μ’ αγαπάς.

Ξαφνικά η πραγματικότητα διασπάται. Κι ο χρόνος δεν είναι γραμμικός. Στον καθρέπτη βλέπει κάτι που δεν έχει ξαναδεί. Φοβάται πιο πολύ. Τον λένε Χ. Δεν μ αγαπάς. Είναι 36 χρονών. Κρατάει ένα σπασμένο χάπι. Ξαφνικά η πραγματικότητα διασπάται. Πετάει το χάπι στο καλάθι των αχρήστων. Παίρνει το άδειο μαξιλάρι στα χέρια του. Κοιτάζει τον καθρέπτη. Το είδωλό του έχει αλλάξει. Ο κόσμος ήταν πάντα δύο πράγματα. Καιρός να διαλέξεις ποιο από τα δύο θα είσαι.  Χαμογελάει. Αφήνει δύο λέξεις απ’ τα χείλη του: «Μ’ αγαπάς».-