Η κοινωνική κατασκευή

01

Ανασηκώθηκα και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού. Φορούσα μόνο ένα λευκό πουλόβερ και το κιλοτάκι μου. Καθόταν στην απέναντι άκρη του δωματίου, μπροστά σε ένα laptop. Με κοίταξε έντονα. Με προσποιητό μίσος του έδειξα το μεσαίο μου δάκτυλο. Γέλασε. “Μ’ αυτή τη σκηνή μπορώ να αρχίσω ένα διήγημα” είπε, όσο το δάκτυλο μου ήταν ακόμη στον αέρα. Η πόλη ετοίμαζε τη νύχτα που θα ακολουθούσε. Πήγαμε σ  ένα κλαμπ χωμένο κάπου στα στενά του Kreuzberg. Ήπια, χόρεψα, τον φίλησα. Το βράδυ γυρίσαμε στο δωμάτιο. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Κουρασμένη. Στο μέλλον:

02

Δώδεκα μήνες μετά, καθόμουν σ ένα παγωμένο παγκάκι στο central park. Χτύπησε το κινητό μου.

– Ξύπνιος είσαι; Τέτοια ώρα;

– Μπες ένα skype.

– Έχω το μεταπτυχιακό σε λίγο, δε μπορώ.

– Α γά… Μπες!

– Έχεις πιει ε;

– Ούτε καν.

– Σε κλείνω, είπα και χαμογέλασα χωρίς να το καταλάβει.

Περπάτησα προς την times square. Έφτασα. Συσσωρευμένος θόρυβος. Χιλιάδες κόσμος κι ο ουρανός  μια φωτεινή επιγραφή. Ο ουρανός στην times square είναι μια φωτεινή επιγραφή. Μια κοινωνική κατασκευή. Σκέφτηκα πως πρέπει να βάλω τα ακουστικά μου. Έπειτα σκέφτηκα πως και ο πραγματικός ουρανός, αυτός ο μπλε, κι αυτός μια κοινωνική κατασκευή είναι:

Πρώτα ήταν μια μπλε επιφάνεια. Κι ο άνθρωπος έβαλε εκεί σκέψεις, ελευθερία, ξεγνοιασιά. Ενίοτε σύννεφα για τη μελαγχολία, ηλιοβασίλεμα για το ρομάντζο, βροχή για τις λύπες και λαμπερό ήλιο για τις νίκες. Κοινωνική κατασκευή. Ξεκάθαρα. Έβαλα τα ακουστικά μου. Στα πρώτα δευτερόλεπτα των oasis χτύπησε πάλι η δόνηση:

– «Κοιμήσου»  είπα επιτηδευμένα θυμωμένη. Ή όχι;

– «Έρχομαι» απάντησε. Μπορούσα να μυρίσω την μεθυσμένη του ανάσα κι ας ήταν χιλιάδες μίλια μακρυά.

03

Στρίψαμε αριστερά στην Αραχώβης προς τη Χαριλάου Τρικούπη. Πήγαμε προς το αμάξι. Πρέπει να το καταλάβει, χωρίς να του το εξηγήσω. Το χει πει κι αυτός:

«Τα λόγια χάνουν την αξία τους αμέσως μόλις ειπωθούν»

Πως γίνεται να έχω κάνει τόσα πολλά και να μην έχει καταλάβει τίποτα;

– Έλα σπίτι να κοιμηθούμε μαζί, είπε κρατώντας το χέρι μου σφιχτά.

– Δεν μπορώ, είπα.

– Μαγκιά σου, αντέτεινε όπως πάντα.

Λίγο πριν μπω στο αμάξι, τον αγκάλιασα σφιχτά, έβαλα τη γλώσσα μου όσο πιο βαθιά στο στόμα του μπορούσα, και ένιωσα το χέρι του να χαϊδεύει το στήθος μου, πάνω από το κόκκινο καρό πουκάμισο.

Έπειτα, χωρίς να καταλάβω το πώς και το γιατί, τραβήχτηκα λίγο πίσω και του είπα “σ’ αγαπώ”. Είπε: “Κι εγώ. Τρ3λά.”

Τα μάτια του χαμογέλασαν κι έγινε αυτό που πάντα ήταν.

Οι λέξεις χάνουν την αξία τους αμέσως μόλις ειπωθούν. Γιατί έχουν αξία οι λέξεις; Αφού είναι μια κοινωνική κατασκευή. Κάποτε κάποιος ξύπναγε, έτρωγε, πηδιόταν και πέθαινε. Κι αυτό ήταν απλά αρκετό.  Έπειτα ήρθαν οι λέξεις και τα άλλαξαν όλα. Έβαλαν δίπλα στο ξύπναγε το «πρωί», δίπλα στο έτρωγε το «γκουρμέ» δίπλα στο πηδιόταν τον «έρωτα» και δίπλα στο πέθαινε την «αιωνιότητα». Κοινωνικές κατασκευές. Κάποτε κάποιος ξύπναγε, έτρωγε, πηδιόταν και πέθαινε Κι αυτό ήταν απλά αρκετό.

Τα μάτια του χαμογέλασαν κι έγινε αυτό που πάντα ήταν: Δικός μου.

04

– Κύριε CEO τι τιμή μετά από τόσα χρόνια!

– Η τιμή είναι όλη δική μου, να συναντώ την πιο επιφανή γκαλερίστα του πλανήτη!

Φιλήθηκαν στο μάγουλο, αλλά ανεπαίσθητα ακούμπησαν λίγο τα χείλη τους. Υστέρα και εντελώς ξαφνικά, αυτός πέρασε το χέρι του γύρω από τα κεφάλι της και την φίλησε στα χείλη παθιασμένα. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια δεκάδων υπαλλήλων, εκείνη ανταπέδωσε. Ξαφνικά ένας μεγάλος ψίθυρος, αναμειγμένος με υπόκωφα γέλια, απλώθηκε στην αίθουσα των συνεδριάσεων. Τι κάνουν; Συνέχισε να τη φιλάει δυνατά. Εκείνη άρχισε να του ξεκουμπώνει το πουκάμισο. Ο ψίθυρος μεγάλωσε, μα αυτοί δεν άκουγαν τίποτα. Στροβιλίζονταν. Ντριν.

05

– Είναι τόσες υπερβάσεις που έχω κάνει για σένα ρε βλάκα και δεν τις καταλαβαίνεις. Χαζός εντελώς. Τι είναι ο χαζός; Αυτός που δεν καταλαβαίνει. Εσύ. Χαζός.

– Δεν μπορώ. Δε μου χει ξανασυμβεί.

– Μπορείς. Σου ‘χει.

– Αυτό που μου’ χει… είναι μια κοινωνική κατασκευή: Κάποιος κάποτε περπατούσε. Του κατασκεύασαν ένα πατέρα. Έπρεπε να γίνει κι αυτός. Κι έπειτα κοίταξε γύρω του και του είχαν κατασκευάσει μια φυλακή. Έπρεπε να αποδράσει….

Τώρα δεν του έχουν κατασκευάσει τίποτα. Ο ουρανός είναι απλά ο ουρανός, οι λέξεις δεν έχουν καμία σημασία και εσύ είσαι εγώ. Ξυπνάμε. Τρώμε. Πηδιόμαστε. Πεθαίνουμε.

Ξεκάθαρα. Δε μπορώ. Τώρα ή ποτέ.

Τον κοίταξα για ένα δευτερόλεπτο και τα μάτια μου βούρκωσαν. Ευτυχώς δεν θα το καταλάβαινε ποτέ, γιατί ήμουν αφόρητα ιδρωμένη από τη γαμημένη υγρασία. Μούσκεμα. Άλλαξα κουβέντα.

06

Τους κοιτούσαν με ανοικτό το στόμα. Τι κάνουν; Συνέχισε να τη φιλάει δυνατά. Εκείνη άρχισε να του ξεκουμπώνει το πουκάμισο. Ο ψίθυρος μεγάλωσε, μα αυτοί δεν άκουγαν τίποτα. Στροβιλίζονταν. Ντρίν. Ντρίν.

Πετάχτηκα. Ντρίν. Όνειρο. Το κουδούνι χτυπούσε διαρκώς. Όνειρο. Ο CEO και η γκαλερίστα. Πετάχτηκα ιδρωμένη, όπως τότε στην Ινδονησία. Πήγα στο θυροτηλέφωνο του loft στο Upper West. Αυτό δεν ήταν όνειρο.

– Yes;

– Yes; Αληθάκια;

Το εννοούσε. Ήρθε.

Ανατρίχιασα. Όπως τότε στη Χαριλάου Τρικούπη.

Καθώς ανέβαινε πρόλαβα να κοιτάξω λίγο το συννεφιασμένο ουρανό, όπως τότε στο Kreuzberg. Άνοιξα την εξώπορτα και περίμενα.

07

– Στο πα ότι έρχομαι!

– Με αγχώνεις , του είπα μετανιώνοντάς το την ίδια στιγμή. Ήταν μια λέξη μόνο.

– Όντως τώρα;

Δεν μίλησα. Με κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο. Μετά είπε “Μ’ αυτή τη σκηνή μπορώ να τελειώσω  ένα διήγημα” για να συμπληρώσει αμέσως μετά «Μ’ αγαπάς;»

Απάντησα υψώνοντας το μεσαίο μου δάκτυλο στον αέρα, αλλάζοντας μονομιάς την κοινωνική κατασκευή αυτής της χειρονομίας.-